- ἐπίδοξος
- ἐπῐδοξος1 glorious
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπίδοξος — likely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδοξος — η, ο (AM ἐπίδοξος, ον) αυτός που πιθανώς θα γίνει κάτι ή σκοπεύει να κάνει κάτι, ο υποψήφιος ή αυτός που δίνει τέτοια εντύπωση («ο επίδοξος πρωθυπουργός», «ο επίδοξος δολοφόνος», «ἐπίδοξος γενήσεσθαι πονηρός») αρχ. μσν. ένδοξος, διάσημος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
επίδοξος — η, ο που πρόκειται να γίνει κάτι, υποψήφιος, πιθανός: Ο επίδοξος διάδοχος του θρόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδοξότερον — ἐπίδοξος likely adverbial comp ἐπίδοξος likely masc acc comp sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτάτων — ἐπίδοξος likely fem gen superl pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτέρων — ἐπίδοξος likely fem gen comp pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξότατα — ἐπίδοξος likely adverbial superl ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξότατον — ἐπίδοξος likely masc acc superl sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδόξως — ἐπίδοξος likely adverbial ἐπίδοξος likely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίδοξον — ἐπίδοξος likely masc/fem acc sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτάτην — ἐπίδοξος likely fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)